- μεγαλοκράτωρ
- μεγαλοκράτωρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοκράτωρ — ο (Α μεγαλοκράτωρ, ορος) αυτός τού οποίου η δύναμη είναι μεγάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κρατωρ (< κράτος), πρβλ. παντο κράτωρ] … Dictionary of Greek
μεγαλοκράτορες — μεγαλοκράτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek